παλιόσπιτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλιόσπιτο ουδέτερο
- σπίτι (κτίσμα) σε κακή κατάσταση λόγω παλαιότητας ή εγκατάλειψης
- (μεταφορικά) πορνείο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλιόσπιτο
|
παλιόσπιτο ουδέτερο
|