Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοκαιρίζω < παλιο- + καιρ(ός) + -ίζω

  Προφορά} επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ʎo.ceˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λιο‐και‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

παλιοκαιρίζω, στ.μέλλ.: θα παλαιοκαιρίσω, αόρ.: παλιοκαίρισα, παθ.φωνή: παλιοκαιρίζομαι, π.αόρ.: παλιοκαιρίστηκα, μτχ.π.π.: παλιοκαιρισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία