Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλετοθέση οι παλετοθέσεις
      γενική της παλετοθέσης των παλετοθέσεων
    αιτιατική την παλετοθέση τις παλετοθέσεις
     κλητική παλετοθέση παλετοθέσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλετοθέση < παλέτα + -ο- + θέση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλετοθέση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία