παλαιότυπο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλαιότυπο < ουδέτερο του παλαιότυπος < αρχαία ελληνική παλαιός + τυπόω / τυπῶ < τύπος < τύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teu-p- (χτυπώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλαιότυπο ουδέτερο
- (τυπογραφία) άλλη μορφή του παλαίτυπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλαιότυπο
|