παλίμψηστο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλίμψηστο < ελληνιστική κοινή παλίμψηστον, ουδέτερο του παλίμψηστος < (αρχαία ελληνική πάλιν) παλίμ- + ψάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλίμψηστο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παλίμψηστο