Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πακτωλός οι πακτωλοί
      γενική του πακτωλού των πακτωλών
    αιτιατική τον πακτωλό τους πακτωλούς
     κλητική πακτωλέ πακτωλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πακτωλός < Πακτωλός, ποτάμι της Μ.Ασίας πλούσιο σε ψήγματα χρυσού κατά την αρχαιότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πακτωλός αρσενικό

πακτωλός χρημάτων, πακτωλός υποσχέσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία