Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδομετρία οι παιδομετρίες
      γενική της παιδομετρίας των παιδομετριών
    αιτιατική την παιδομετρία τις παιδομετρίες
     κλητική παιδομετρία παιδομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pédométrie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδομετρία θηλυκό


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία