παιδιακίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδιακίζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈci.zo/
Ρήμα επεξεργασία
παιδιακίζω (μόνο στον ενεστώτα)
- συμπεριφέρομαι σαν παιδί, ενώ δεν το επιτρέπει η ηλικία μου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδιακίζω
|