Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παθογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pathogène < πάθος + -γόνος

  Επίθετο επεξεργασία

παθογόνος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. (ιατρική) που είναι αιτία μιας ασθένειας
    παθογόνα μικρόβια

  Μεταφράσεις επεξεργασία