Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παθογόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παθογόνος
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
pathogène
<
πάθος
+
-γόνος
Επίθετο
επεξεργασία
παθογόνος, -α/-ος, -ο(ν)
(
ιατρική
) που είναι αιτία μιας
ασθένειας
παθογόνα
μικρόβια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παθογόνος
ολλανδικά
:
ziekteverwekkend
(nl)
,
pathogeen
(nl)