Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παγοπώλ
ης
οι
παγοπώλ
ες
&
παγοπώλ
ηδες
γενική
του
παγοπώλ
η
των
παγοπωλ
ών
&
παγοπώλ
ηδων
αιτιατική
τον
παγοπώλ
η
τους
παγοπώλ
ες
&
παγοπώλ
ηδες
κλητική
παγοπώλ
η
παγοπώλ
ες
&
παγοπώλ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
λαχειοπώλης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγοπώλης
<
πάγος
+
-πώλης
(<
πωλώ
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγοπώλης
αρσενικό
, (
θηλυκό
παγοπώλισσα
)
(
επάγγελμα
) ο
πωλητής
πάγου
, ένα επάγγελμα που εξαφανίστηκε μετά τη διάδοση των ηλεκτρικών ψυγείων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγοπώλης
τουρκικά
:
buzcu
(tr)