Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγοπωλείο τα παγοπωλεία
      γενική του παγοπωλείου των παγοπωλείων
    αιτιατική το παγοπωλείο τα παγοπωλεία
     κλητική παγοπωλείο παγοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγοπωλείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα στο οποίο πωλείται πάγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία