Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκρεατίτιδα οι παγκρεατίτιδες
      γενική της παγκρεατίτιδας των παγκρεατιτίδων
    αιτιατική την παγκρεατίτιδα τις παγκρεατίτιδες
     κλητική παγκρεατίτιδα παγκρεατίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκρεατίτιδα < (καθαρεύουσα) παγκρεατῖτις λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pancréatite[1] < αρχαία ελληνική παγκρεατ- >

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκρεατίτιδα θηλυκό,

  • (ιατρική): φλεγμονή του παγκρέατος, όργανο το οποίο βρίσκεται στο πάνω μέρος της κοιλιάς πίσω από το στομάχι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία