παγανίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παγανίζω
- (λαϊκότροπο) κυνηγώ με παγάνα / παγανιά
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παγανίζω | παγάνιζα | θα παγανίζω | να παγανίζω | παγανίζοντας | |
β' ενικ. | παγανίζεις | παγάνιζες | θα παγανίζεις | να παγανίζεις | παγάνιζε | |
γ' ενικ. | παγανίζει | παγάνιζε | θα παγανίζει | να παγανίζει | ||
α' πληθ. | παγανίζουμε | παγανίζαμε | θα παγανίζουμε | να παγανίζουμε | ||
β' πληθ. | παγανίζετε | παγανίζατε | θα παγανίζετε | να παγανίζετε | παγανίζετε | |
γ' πληθ. | παγανίζουν(ε) | παγάνιζαν παγανίζαν(ε) |
θα παγανίζουν(ε) | να παγανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παγάνισα | θα παγανίσω | να παγανίσω | παγανίσει | ||
β' ενικ. | παγάνισες | θα παγανίσεις | να παγανίσεις | παγάνισε | ||
γ' ενικ. | παγάνισε | θα παγανίσει | να παγανίσει | |||
α' πληθ. | παγανίσαμε | θα παγανίσουμε | να παγανίσουμε | |||
β' πληθ. | παγανίσατε | θα παγανίσετε | να παγανίσετε | παγανίστε | ||
γ' πληθ. | παγάνισαν παγανίσαν(ε) |
θα παγανίσουν(ε) | να παγανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παγανίσει | είχα παγανίσει | θα έχω παγανίσει | να έχω παγανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παγανίσει | είχες παγανίσει | θα έχεις παγανίσει | να έχεις παγανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παγανίσει | είχε παγανίσει | θα έχει παγανίσει | να έχει παγανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παγανίσει | είχαμε παγανίσει | θα έχουμε παγανίσει | να έχουμε παγανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παγανίσει | είχατε παγανίσει | θα έχετε παγανίσει | να έχετε παγανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παγανίσει | είχαν παγανίσει | θα έχουν παγανίσει | να έχουν παγανίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
παγανίζω
|