Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παίρνω σβάρνα < παίρνω + σβάρνα (όπως η σβάρνα παρασέρνει ό,τι βρει στο πέρασμά της)

  Έκφραση επεξεργασία

παίρνω σβάρνα

  1. προκαλώ ζημιές ή καταστροφές με το πέρασμά μου
    οδηγός λεωφορείου χάνοντας τον έλεγχο πήρε σβάρνα τα παρκαρισμένα οχήματα
  2. επισκέπτομαι διαδοχικά διάφορους τόπους ή υπηρεσίες για ειδικό σκοπό
    πήρα σβάρνα τα υπουργεία για να βρω μια άκρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία