παίδεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παίδεμα < παιδεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παίδεμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του παιδεύομαι, η ταλαιπωρία που υφίσταται κάποιος ο οποίος αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στην επιτέλεση ενός ορισμένου έργου
Μεταφράσεις επεξεργασία
παίδεμα
→ δείτε τη λέξη παιδεμός |