πίττα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίττα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Πίττα (γυναικείο επώνυμο)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πίττᾰ | αἱ | πίτται |
γενική | τῆς | πίττης | τῶν | πιττῶν |
δοτική | τῇ | πίττῃ | ταῖς | πίτταις |
αιτιατική | τὴν | πίττᾰν | τὰς | πίττᾱς |
κλητική ὦ! | πίττᾰ | πίτται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίττᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πίτταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίττα θηλυκό (πίττᾰ)
- αττικός τύπος του πίσσα