πίθηκας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πίθηκας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίθηκας (el) αρσενικό και μπίθηκας (el) αρσενικό
- βλ. πίθηκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πίθηκας
|
πίθηκας (el) αρσενικό και μπίθηκας (el) αρσενικό
|