Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίθηκας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίθηκας (el) αρσενικό και μπίθηκας (el) αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία