Δείτε επίσης: πέταμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταγμα τα πετάγματα
      γενική του πετάγματος των πεταγμάτων
    αιτιατική το πέταγμα τα πετάγματα
     κλητική πέταγμα πετάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέταγμα < πετώ + -μα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέταγμα ουδέτερο

  1. η πτήση (αεροπλάνων, πουλιών κ.λπ.)
  2. η εκτόξευση, η ρίψη

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πετώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία