πέρπυρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέρπυρο | τα | πέρπυρα |
γενική | του | περπύρου & πέρπυρου |
των | περπύρων |
αιτιατική | το | πέρπυρο | τα | πέρπυρα |
κλητική | πέρπυρο | πέρπυρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέρπυρο < υπέρπυρο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.pi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέρ‐πυ‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέρπυρο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, νόμισμα, ιστορία) άλλη μορφή του υπέρπυρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέρπυρο
→ δείτε τη λέξη υπέρπυρο |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέρπυρο ουδέτερο
- άλλη μορφή του πέρπυρον
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ. 180 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.