πέπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέπτω < αρχαία ελληνική πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Ρήμα επεξεργασία
πέπτω
- (φυσιολογία) (σπάνιο) διενεργώ την πέψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Ρήμα επεξεργασία
πέπτω
- άλλη μορφή του πέσσω