πένες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πένα | οι | πένες |
γενική | της | πένας | — | |
αιτιατική | την | πένα | τις | πένες |
κλητική | πένα | πένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πένες < (άμεσο δάνειο) ιταλική penna (φτερό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πένες θηλυκό στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) είδος ζυμαρικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πένες
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
πένες: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πένες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πένα