πέλαγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πέλαγο | τα | πέλαγα |
γενική | του | πελάγου & πέλαγου |
των | πελάγων |
αιτιατική | το | πέλαγο | τα | πέλαγα |
κλητική | πέλαγο | πέλαγα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέλαγο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέλαγος. Συγκρίνετε με τη μορφή πέλαγος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpe.la.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐λα‐γο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέλαγο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πέλαγος
Πηγές επεξεργασία
- πέλαγο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας