Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέλαγο τα πέλαγα
      γενική του πελάγου
πέλαγου
των πελάγων
    αιτιατική το πέλαγο τα πέλαγα
     κλητική πέλαγο πέλαγα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέλαγο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέλαγος. Συγκρίνετε με τη μορφή πέλαγος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.la.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐λα‐γο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέλαγο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία