πάρτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάρτη θηλυκό
- εαυτός
- (ειδικότερα) προσωπικά συμφέροντα
Σημειώσεις επεξεργασία
- συνοδεύεται πάντα από προσωπική αντωνυμία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάρτη
|
πάρτη θηλυκό
|