Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάρτη < ιταλική parte

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάρτη θηλυκό

  1. εαυτός
  2. (ειδικότερα) προσωπικά συμφέροντα

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνοδεύεται πάντα από προσωπική αντωνυμία

  Μεταφράσεις επεξεργασία