Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάπρικα οι πάπρικες
      γενική της πάπρικας
    αιτιατική την πάπρικα τις πάπρικες
     κλητική πάπρικα πάπρικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πάπρικα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάπρικα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης paprika[1] [2] < pȁpar < πρωτοσλαβική *pьpьrь < λατινική piper[2] < ελληνιστική κοινή πίπερι (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική πέπερι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.pɾi.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐πρι‐κα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάπρικα θηλυκό

  1. (φυτό) είδος κόκκινης πιπεριάς (Καψικόν το ετήσιον, Capsicum annuum)
  2. (μπαχαρικό) κόκκινο πιπέρι, κόκκινη σκόνη που παρασκευάζεται από τους καρπούς κόκκινων πιπεριών
     συνώνυμα: κοκκινοπίπερο
  3. (γαστρονομία)σάλτσα με βασικό υλικό την κόκκινη πιπεριά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πάπρικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.