πάπιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάπιος | οι | πάπιοι |
γενική | του | πάπιου | των | πάπιων |
αιτιατική | τον | πάπιο | τους | πάπιους |
κλητική | πάπιε | πάπιοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
πάπιος<θηλυκό πάπια
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάπιος αρσενικό
- Είδος υδρόβιου πτηνού το αρσενικό της πάπιας.