Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάνιασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πάνιασμα
τα
πανιάσμα
τ
α
γενική
του
πανιάσμα
τ
ος
των
πανιασμά
τ
ων
αιτιατική
το
πάνιασμα
τα
πανιάσμα
τ
α
κλητική
πάνιασμα
πανιάσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πάνιασμα
<
πανιάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πάνιασμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
πανιάζω
, το να γίνεται κανείς άσπρος σαν πανί, το
χλόμιασμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάνιασμα