πάλκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πάλκο | τα | πάλκα |
γενική | του | πάλκου | των | πάλκων |
αιτιατική | το | πάλκο | τα | πάλκα |
κλητική | πάλκο | πάλκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάλκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική palco
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάλκο ουδέτερο
- το παλκοσένικο