Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάιγ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική paille (άχυρο, καλαμάκι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpaʝ/

  Επίθετο επεξεργασία

πάιγ άκλιτο

  • (γαστρονομία) τρόπος κοπής φαγώσιμου σε σχήμα άχυρου, ή εξαιρετικά λεπτού ορθογώνιου σχήματος
    πατάτες πάιγ

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνήθως γράφεται γαλλικά: paille