Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάγωσε το αίμα μου < παγώνω + αίμα

  Έκφραση επεξεργασία

πάγωσε το αίμα μου

  • τρόμαξα πολύ, αισθάνθηκα έντονο φόβο για κάτι που έγινε ξαφνικά

Συνώνυμα επεξεργασία