οἶστρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οἶστρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οἶστρος αρσενικό
- αλογόμυγα, έντομο που προσβάλλει ζώα, πχ τα βοοειδή (ίσως Tabanus bovinus)
- δήγμα, τσίμπημα, οτιδήποτε οδηγεί σε μανία, παραφροσύνη
- έντονη επιθυμία, παράλογο πάθος
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883