Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἶστρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἶστρος αρσενικό

  1. αλογόμυγα, έντομο που προσβάλλει ζώα, πχ τα βοοειδή (ίσως Tabanus bovinus)
  2. δήγμα, τσίμπημα, οτιδήποτε οδηγεί σε μανία, παραφροσύνη
  3. έντονη επιθυμία, παράλογο πάθος

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883