ούρτικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ούρτικα | οι | ούρτικες |
γενική | της | ούρτικας | των | ούρτικων |
αιτιατική | την | ούρτικα | τις | ούρτικες |
κλητική | ούρτικα | ούρτικες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ούρτικα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ούρτικα
|