Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ούριος < αρχαία ελληνική οὔριος < αρχαία ελληνική οὖρος

  Επίθετο επεξεργασία

ούριος

  • χαρακτηρισμός για άνεμο που πνέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, ευνοϊκός

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία