οψοθήκη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οψοθήκη | οι | οψοθήκες |
γενική | της | οψοθήκης | των | οψοθηκών |
αιτιατική | την | οψοθήκη | τις | οψοθήκες |
κλητική | οψοθήκη | οψοθήκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οψοθήκη θηλυκό
- έπιπλο / διάταξη αποθήκευσης τροφίμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
οψοθήκη
|