ουρητηροδερμοστομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρητηροδερμοστομία < ουρητηρο(ς) + δερμ(α) + -ο- + -στομία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρητηροδερμοστομία θηλυκό
- (ιατρική) δημιουργία στομίας στο δέρμα για να εκβάλλουν κατευθείαν οι ουρητήρες, σε περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κύστεως
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουρητηροδερμοστομία
|