ουρανίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουρανίσκος < ελληνιστική κοινή οὐρανίσκος < αρχαία ελληνική οὐρανός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ɾaˈnis.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐νί‐σκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουρανίσκος αρσενικό
- το επάνω τμήμα στο εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ουρανισκόφωνος
- → δείτε τη λέξη ουρανός