οσφυϊκή μοίρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
οσφυϊκή μοίρα θηλυκό
- (ανατομία) η ομάδα των πέντε οσφυϊκών σπονδύλων της σπονδυλικής στήλης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οσφυϊκή μοίρα
|