Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστρεοφαγία οι οστρεοφαγίες
      γενική της οστρεοφαγίας των οστρεοφαγιών
    αιτιατική την οστρεοφαγία τις οστρεοφαγίες
     κλητική οστρεοφαγία οστρεοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστρεοφαγία < όστρεο + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστρεοφαγία θηλυκό

  • (σπάνιο) η κατανάλωση στρειδιών (ή γενικά οστρακοειδών) σε μεγάλες ποσότητες[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθέντων από της αλώσεως μέχρι των καθ'ημάς χρόνων, Στέφανος Αθ. Κουμανούδης, τόμος 2ος, Αθήνα, 1900 σελ. 744 με την ένδειξη Χρήστος Τσούντας 91