Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οστρεοφαγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
1.3
Αναφορές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οστρεοφαγί
α
οι
οστρεοφαγί
ες
γενική
της
οστρεοφαγί
ας
των
οστρεοφαγι
ών
αιτιατική
την
οστρεοφαγί
α
τις
οστρεοφαγί
ες
κλητική
οστρεοφαγί
α
οστρεοφαγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οστρεοφαγία
<
όστρεο
+
-ο-
+
-φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οστρεοφαγία
θηλυκό
(
σπάνιο
) η κατανάλωση στρειδιών (ή γενικά οστρακοειδών) σε μεγάλες ποσότητες
[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οστρεοφαγία
Αναφορές
επεξεργασία
↑
Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθέντων από της αλώσεως μέχρι των καθ'ημάς χρόνων, Στέφανος Αθ. Κουμανούδης, τόμος 2ος, Αθήνα, 1900
σελ. 744
με την ένδειξη Χρήστος Τσούντας 91