Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

οστρακόδερμου ουδέτερο

  1. γενική ενικού του οστρακόδερμο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οστρακόδερμου

  1. γενική ενικού του οστρακόδερμος
  2. γενική ενικού του οστρακόδερμο