Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστομία οι οστομίες
      γενική της οστομίας των οστομιών
    αιτιατική την οστομία τις οστομίες
     κλητική οστομία οστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστομία < -στομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστομία θηλυκό

  • (ιατρική) τεχνητή δημιουργία στομίας χειρουργικά, είτε για το έντερο, είτε για τα ούρα, όταν λόγω ασθένειας η φυσιολογική όδευση δεν είναι εφικτή


  Μεταφράσεις επεξεργασία