Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οστεοανθρωπολόγος οι οστεοανθρωπολόγοι
      γενική του/της οστεοανθρωπολόγου των οστεοανθρωπολόγων
    αιτιατική τον/την οστεοανθρωπολόγο τους/τις οστεοανθρωπολόγους
     κλητική οστεοανθρωπολόγε οστεοανθρωπολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοανθρωπολόγος < οστεο- + ανθρωπο- + -λόγος (οστεο- + ανθρωπολόγος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοανθρωπολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία