οστίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οστίτης | οι | οστίτες |
γενική | του | οστίτη | των | οστιτών |
αιτιατική | τον | οστίτη | τους | οστίτες |
κλητική | οστίτη | οστίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οστίτης < (ελληνιστική κοινή) ὀστίτης < αρχαία ελληνική ὀστοῦν
Ουσιαστικό επεξεργασία
οστίτης αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη οστό
Σημειώσεις επεξεργασία
- το ουσιαστικό οστίτης χρησιμοποιείται ή λειτουργεί συνήθως σαν επίθετο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οστίτης
|