ορωνύμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορωνύμιο | τα | ορωνύμια |
γενική | του | ορωνύμιου & ορωνυμίου |
των | ορωνύμιων & ορωνυμίων |
αιτιατική | το | ορωνύμιο | τα | ορωνύμια |
κλητική | ορωνύμιο | ορωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορωνύμιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ορεωνύμιο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορωνύμιο
|