Δείτε επίσης: ὀρφανεύω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορφανεύω < αρχαία ελληνική ὀρφανεύω < ὀρφανός

  Ρήμα επεξεργασία

ορφανεύω

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ορφανός
  2. (μεταβατικό, σπάνιο) κάνω κάποιον ορφανό
  3. (μεταφορικά, αμετάβατο) χάνω κάποιο σημαντικό κι αγαπημένο πρόσωπο (που δεν είναι απαραίτητα συγγενής μου)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία