Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορονοσία οι ορονοσίες
      γενική της ορονοσίας των ορονοσιών
    αιτιατική την ορονοσία τις ορονοσίες
     κλητική ορονοσία ορονοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορονοσία < ορός + νόσος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορονοσία θηλυκό

  • οξεία αυτοπεριοριζόμενη νόσος που εμφανίζεται 6 ως 8 μέρες μετά την ένεση μιας άγνωστης για τον οργανισμό πρωτεΐνης (πχ. μετά τη χορήγηση ορού αλόγου) και χαρακτηρίζεται από πυρετό, αρθραλγίες, αγγειΐτιδα και οξεία σπειραματονεφρίτιδα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία