Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορολόγιο τα ορολόγια
      γενική του ορολογίου
ορολόγιου
των ορολογίων
    αιτιατική το ορολόγιο τα ορολόγια
     κλητική ορολόγιο ορολόγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορολόγιο < ορο- + -λόγιο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ɾoˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρο‐λό‐γι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορολόγιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ορισμός διεθνώς τυποποιημένος με το πρότυπο ISO 1087-1:2000, ισοδύναμο ελληνικό πρότυπο: ΕΛΟΤ 561-1:2006)