οροθετικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οροθετικότητα < οροθετικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οροθετικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του οροθετικού
- Όταν θέλησε να πάει σε συγγενικό σπίτι στην ιδια γειτονιά, δεν την δέχθηκαν λόγω των προκαταλήψεων για την οροθετικότητά της, λόγω του ότι, πάνω απ’ όλα, είχε διαπομπευθεί. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
οροθετικότητα
|