Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ορκίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορκίζω
  2. θα ορκίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορκίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ορκίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όρκιση