Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οριοθετούμαι, παθητική φωνή του οριοθετώ

  Ρήμα επεξεργασία

οριοθετούμαι

→ δείτε τη λέξη οριοθετώ