ορθομετρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθομετρικά < ορθομετρικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
ορθομετρικά
- με ορθομετρικό τρόπο ή διάταξη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθομετρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ορθομετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορθομετρικός