οργανώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαοργανώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οργανώνω
- θα οργανώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οργανώνω
οργανώσουν